- μεστότητα
- μεστότηςfullnessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεστότητα — η (Α μεστότης) [μεστός] η ιδιότητα τού μεστού, το να είναι κάτι μεστό … Dictionary of Greek
αδροσύνη — ἁδροσύνη, η (Α) [ἁδρός] (για τα στάχια) μεστότητα, ωρίμασμα … Dictionary of Greek
αδρότητα — η (Μ ότης, Α ἁδροτής, ῆτος) [ἁδρὸς] αρχ. νεοελλ. 1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική 2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανση μσν. αφθονία … Dictionary of Greek
ευσαρκία — η (Α εὐσαρκία) [εύσαρκος] νεοελλ. πολυσαρκία αρχ. 1. η καλή κατάσταση, η ευρωστία τού σώματος («εὐσαρκία και ἀσαρκίᾳ», Αριστοτ.) 2. (για καρπό) η μεστότητα … Dictionary of Greek
μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… … Dictionary of Greek